ἁπλοχεριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοχεριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁπλοχεριˬάζω Ἤπ. Μῆλ. ἁπλουχιριˬάζου Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ᾿πλουχιριˬάζου Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλοχέρης.

Σημασιολογία

1) Ἁπλώνω, ἐκτείνω τὴν χεῖρα, ἳνα λάβω τι Μῆλ.: Μὴν ἁπλοχεριˬάζῃς, γιατὶ θὰ σοῦ κόψω τὰ χέριˬα! Συνών. ἁπλοχερίζω 1. β) Παρέχω τι ἐδώδιμον, ἰδίᾳ τράγημα ἢ λίχνευμά τι, ὀπώρας, γλυκύσματα κττ., φιλοδωρῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.): Οὑ δεῖνα ἁπλουχέριˬασι (ἐπὶ ἀνθρώπου κομίζοντος εἰς τὸν οἶκόν του ὀπώρας ἐκ τοῦ κτήματός του καὶ παρέχοντος ἐξ αὐτῶν καθ’ ὁδὸν εἰς φίλους ἢ ἄλλους) Ζαγορ. 2) Περιβάλλω διὰ τῆς ἄκρας χειρός, συλλαμβάνω δι’ ὅλης τῆς παλάμης Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Θεσσ.: ’Πλουχέριˬασα τοὺ φίδ’ Θεσσ. Ἔχ’ χουντρὸ χέρ’ κὶ δὲ μπουρῶ νὰ τ’ τοὺ ’πλουχιριˬάσ’ Χουλιαρ. Ἁπλουχέριˬασα σ’τάρ’ (ἔλαβον σῖτον ὅσον δύναται νὰ περιλάβῃ ἡ παλάμη μου κεκλεισμένη) Θεσσ. Τοσαδὰ μουνάχα ἁπλουχέριˬασα αὐτόθ. Οὕλα τὰ ζαχαρᾶτα τ᾿ ἁπλουχέριˬασι αὐτὸς αύτόθ. Συνών. χουφτιάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/