ἁπλοχέριˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοχέριˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπλοχέριˬασμα τό, ἀμάρτ. ἁπλουχέριˬασμα Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἁπλοχεριˬάζω.

Σημασιολογία

Ἡ δι’ ὅλης τῆς παλάμης περιβολὴ καὶ σύλληψις: Τοῦ 'καμι τέτο͜ιου ἁπλουχέριˬασμα π’ δὲν μπόρισι νὰ φύγ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/