ἁπλοχερίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλοχερίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁπλοχερίδι τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁπλοχερίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀβγατίζω-ἀβγατίδι, ἀποκαθαρίζω-ἀποκαθαρίδι, σκουπίζω-σκουπίδι κττ.
Σημασιολογία
Πληθ., διάφορα τραγήματα ἐκ ξηρῶν καρπῶν παρεχόμενα εἰς νεάνιδας, αἵτινες ἐν τῷ οἴκῳ τῆς νύμφης τακτοποιοῦν τὴν προῖκα προκειμένου νὰ μετακομισθῇ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ γαμβροῦ. Συνών. γεμίδι, καλοχερίδι, καλοψίκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA