ἁπλοχερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοχερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁπλοχερίζω Βιθυν. Δαρδαν. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) Χηλ. ἁπλουχιρίζου Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Σισάν.) Προπ. (Πάνορμ.) ἁπλοερίζω Πόντ. (Τραπ.) ἁπλουχιίζω Σαμοθρ. ᾿πλοχερίζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κλουτσινοχ. Κυνουρ. Μάν. Τριφυλ.) ’πλουχιρίζου Ἤπ. Σάμ. ’προχερίζω Πελοπν. (Τριφυλ.) ἁπλοχερῶ Ἰων. (Κρήν.) Χίος ἁπλουχιράου Ἤπ. ᾿πλοχεράω Πελοπν. (Βούρβουρ.) ᾽πλοχεράου Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ’πλουχιράου Εὔβ. (Στρόπον.) ἁπλοχερνῶ Ἄνδρ. Δαρδαν. ἁπλουχιρνῶ Ἴμβρ. Μέσ. ἁπλοχερίζομαι Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλοχέρης. Ὁ περισπώμενος τύπος διὰ τὴν ἐν τῷ ἀορίστῳ εἰς -ίσα σύμπτωσιν ὡς καὶ χαιρετίζω-χαιρετῶ κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 273. Ὁ εἰς -νω τύπ. κατ᾿ ἐπέκτασιν τοῦ θέματος, πβ. περῶ-περνῶ, συχωρῶ-σχωρνῶ κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ' ἀν. 292. Ὁ τύπ. προχερίζω κατὰ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. πρό.

Σημασιολογία

1) Ἁπλώνω, ἐκτείνω τὴν χεῖρα, ἵνα λάβω τι Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰων. (Κρήν.) Ἴμβρ. Προπ. (Πάνορμ.) Συνών. ἁπλοχεριάζω 1. β) Συνεκδ. λαμβάνω τι ἀλλότριον, κλέπτω Ἴμβρ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.): Ἁπλοχερίζει ᾽ς ὅ,τι κιˬ ἂν ἔχουμε, πρέπει νὰ τὸνε φυλάς Κέρκ. Μὴ τὸν ἀφφιδεύεσαι, γιˬατὶ ἔμαθε ν᾽ ἁπλοχερίζῃ ᾿ς ὅ,τι εὕρῃ, τὸ βρομόπαιδο! αὐτόθ. 2) Ἐκτείνω τὴν χεῖρα διὰ νὰ κτυπήσω τινὰ Ἤπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κύθν. Χίος: Μὴν ἁπλοχερᾷς ἀπάνου μ’ Ἤπ. Μὴν ἁπλοχερᾷς, βρέ! Χίος Ἁπλοχέρισ' ἀπάνου ’ς τὸν ἀφέdη του Κέρκ. Ἁπλοχερίζει καὶ ’ς τὴν ἀδρεφή του αὐτοθ. 3) Ἐκτείνω τὴν χεῖρα, ἵνα δώσω τι, δωροῦμαί τι, φιλοδωρῶ Ἄνδρ. Βιθυν. Δαρδαν. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. Πόντ. (Τραπ.) Χηλ.: ᾎσμ. Κοιμήθησε, πουλλάκι μου, κ’ ἔχω νὰ σὲ χαρίσω, τὴν Πόλι μὲ τὸν Γαλατᾶ νὰ σὲ ἁπλοχερίσω Χηλ. β) Παρέχω τι ἀφθόνως, ἀφειδῶς, σπαταλῶ Εὔβ. (Στρόπον.) Σαμοθρ. γ) Παρέχω εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην, εἶμαι ἐλεήμων Πελοπν.: Ἁπλοχερίζει αὐτὴ ἡ γυναῖκα. δ) Καθόλου, δίδω, ἐγχειρίζω Σάμ.: Τ᾿ ἁπλουχέρ’σι δέκα χιλιˬάδις. δ) Ἐπὶ τοῦ ἄρτου, μεταβάλλω τὸ ὅλον φύραμα εἰς ἄρτους, πλάττω τοὺς ἄρτους Βιθυν. Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κλουτσινοχ. Κυνουρ. Μάν. Τριφυλ.) β) Ἐπὶ τοῦ ἄρτου ἢ τοῦ ὅλου φυράματος, ἀρχίζω νὰ ὑφίσταμαι τὴν χυμικὴν ζύμωσιν Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.): Ἁπλοχέριτσε τὸ ψωμί, ν’ ἀνάψωμε τὸ φοῦρνο Μάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεβαίνω Α3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/