ἁπλοχέρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλοχέρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁπλοχέρισμα τό, Λεξ. Περιδ. Βυζ. ᾽πλουχέρ’μα Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁπλοχερίζω.
Σημασιολογία
1) Προσφορά, φιλοδώρημα Λεξ. Περίδ. Βυζ. 2) Ἡ μεταβολὴ τοῦ ἐξ ἀλεύρων φυράματος εἰς ἄρτους Εὔβ. (Στρόπον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA