ἁπλοχερίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοχερίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁπλοχερίτσα ἡ, ἀμάρτ. ’πλοχερίτσα Πελοπν. (Κορινθ.) ᾽bλοχερίτσα Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁπλόχερος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσα.

Σημασιολογία

Ὅσον δύναταί τις νὰ περιλάβῃ εἰς τὴν ἑτέραν χεῖρα ἔνθ' ἀν.: Νιὰ ’bλοχερίτσα κριθάρι Καρυὰ Κορινθ. Συνών. ἁπλοχερεˬὰ 1, ἁπλόχερο 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/