ἁπλοχωράδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλοχωράδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπλοχωράδα ἡ, Κρήτ. Μῆλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλόχωρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
Ἐπάρκεια χώρου, εὐρυχωρία ἔνθ’ ἀν.: ’Σ τὸ σπίτι τους ἔχουν ἁπλοχωράδα Μῆλ. Ἐδὰ ποῦ ἔφυγεν ὁ ἄλλος μας ἔχομεν ἁπλοχωράδα ᾿ς τὸ κρεββάτι καὶ κοιμούμεστα ἥσυχα Κρήτ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἅπλα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA