ἁπλοχωρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοχωρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁπλοχωρεύω ἀμάρτ. ’πλοχωρεύω Σῦρ. ’πλοχωρεύγιω Ρόδ. ’πλυχουρεύου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλόχωρος. Ὁ τύπ. ’πλυχουρεύου κατὰ τὸ ἁπλύχωρος.

Σημασιολογία

Γίνομαι ἁπλόχωρος, ἀποκτῶ εὐρυχωρίαν ἔνθ’ ἀν.: Ἐχτίσαμε ἄλλη μιὰ κάμαρα ᾽ς τὸ σπίτι καὶ ’πλοχωρέψαμε Σῦρ. Τοὺ π’κάμ’σου θὰ ᾽πλυχουρέψ’ Εὔβ. (Στρόπον.) Συνών. ἁπλοχωραίνω, ἁπλοχωρῶ 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/