ἁπλόχωρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλόχωρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλόχωρος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ᾿πλόχωρος Βιθυν. (Προῦσ.) Εὔβ. (Κάρυστ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ. Σουδεν. κ.ἀ.) Ρόδ. Σέριφ. ἁπλόχουρους Θρᾴκ. (Ἀδριανοὑπ. Αἶν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. ᾽πλόχουρους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Κοζ.) κ.ἀ. ’μπλόχωρος Εὔβ. (Κονίστρ.) ἁπλύχωρος Ἄνδρ. Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) ἁπλύχουρος Πελοπν. (Κότρων.) ’πλύχωρος Ἤπ. Ἰων (Σόκ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) ᾽πλύχουρους Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Στρόπον.) ’πλύχουους Σαμοθρ. ’μπλύχουρους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλός, παρ’ ὃ καὶ ἁπλύς, καὶ τοῦ οὐσ. χῶρος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἔχων ἐπάρκειαν χώρου, εὐρύχωρος ἔνθ’ ἀν.: Λιβάδι-μέρος-σπίτι ἁπλόχωρο πολλαχ. Ἁπλόχωρος τόπος αὑτὸς Θήρ. Αὐλὴ ἁπλόχωρη Θρᾴκ. Σῦρ. Μὄρχεται ’πλόχωρο τὸ παπούτσι Σουδεν. Ἁπλύχωρη κάμαρα Ἄνδρ. Ἁπλύχωρος σάκκος Μάν. Ἁπλύχωρη σκούφιˬα αὑτόθ. Τὰ ροῦχα τοῦ ἔρχονται ᾽πλύχωρα Τριφυλ. Τοὺ π᾿κάμ᾽σου ἦρθι ᾿πλύχουρου Εὔβ. (Στρόπον.) || Φρ. Ἁπλόχωρη καρδιˬὰ (μὴ στενοχωρουμένη, ὑπομονητικὴ) Θήρ. Κρήν. Σαρεκκλ. || ᾎσμ. Ἁπλόχωρο ’ν’ τὸ στρῶμα μου, σώνει μ’ ἐμὲ καὶ κεῖνο Κρήτ. Συνών. *ἀνάχωρος 1, ἀντίθ. στενόχωρος. β) Ἐπὶ περιεχομένου, ὁ ἀνέτως εὑρισκόμενος ἢ κείμενός που Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Σουδεν. Τριφυλ.): Βάλε τὰ σταφύλιˬα ᾿ς ἕνα καλάθι μεγάλο γιˬὰ νὰ εἶναι ᾽πλύχωρα Τριφυλ. Μπαίνει ’πλόχωρο τὸ χέρι μου μέσα Σουδεν. 2) Μεταφ. ὑπομονητικός, γενναῖος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ἁπλόχωρος ἄνθρωπος αὐτός. Συνών. *ἀνάχωρος 2. Β) Οὐσ. 1) Τὸ κατὰ τὸν τοκετὸν σχηματιζόμενον πλῆρες ὑγροῦ θυλάκιον Εὔβ. (Κάρυστ.): Ἔσπασε ὁ ἁπλόχωρος. 2) Οὐδ. ἐπάρκεια χώρου, εὐρυχωρία Σκῦρ.: ᾽Δῶ ἔχομε ἁπλόχωρο γιὰ οὕλοι μας τσοὶ δ᾿λε͜ιές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA