ἁπλοχωρῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοχωρῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁπλοχωρῶ Θήρ. Σίφν. Σῦρ. ἁπλουχουρῶ Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλόχωρος.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι ἁπλόχωρος, ἀποκτῶ ἐπάρκειαν χώρου Θήρ. Θρᾴκ. Σίφν.: Ἔφυγαν τὰ παιδιά μας ἀπὸ τὸ σπίτι κιˬ ἁπλοχωρέσαμε Σιφν Τραυι’ξου πάρα ᾿κεῖ ν᾿ ἁπλοχωρέσωμε λιγάκι αὐτόθ. Συνών. ἁπλοχωραίνω, ἁπλοχωρεύω, πλατυχωρε͜ιέμαι (ἰδ. πλατυχωρῶ). β) Ἀποκτῶ, ἔχω εὐρυχωρίαν εὑρισκόμενος ἢ κείμενός που Θήρ. Θρᾴκ.: Τὸ πιλάβι θ’ ἁπλοχωρήσῃ μέσ᾽ ’ς τὴν ἁπλάδενα Θήρ. Ἁπλοχώρεσα τώρᾳ (ἐνν. εἰς τὸ νέο σπίτι) Θρᾴκ. 2) Κάμνω εὐρυχωρίαν, κάμνω τόπον Σῦρ.: Ἁπλοχώρεσε γιˬὰ νὰ καθίσωμεν κ’ ἐμεῖς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/