ἁπλωμάτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλωμάτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπλωμάτσα ἡ, ἀμάρτ. ᾿πλουμάτσα Ἤπ. (Ἄρτ. Πρέβ.) ᾿bλουμάτσα Ἤπ. (Ἄρτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅπλωμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άτσα κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῆς ὀνομαστικῆς ὡς καὶ στρῶμα - στρωμάτσα.
Σημασιολογία
Ἡ στρωμνὴ ἐφ’ ἧς κοιμῶνται, στρῶμα εἴτε τὸ σύνολον εἴτε τὸ περικάλυμμα ἔνθ᾽ ἀν.: Γέμ’σα τ᾽ ᾿bλουμάτσα μαλλιˬὰ Ἄρτ. Ἄδε͜ιασα σήμιρα τ᾽ 'bλουμάτσα κ᾽ ἔπλυνα τὰ μαλλιˬὰ αὐτόθ. Συνών. στρῶμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA