ἁπλωμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλωμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁπλωμὸς ὁ, Κρήτ. Πελοπν. (Τριφυλ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁπλώνω. Διὰ τὴν παραγωγὴν ἰδ. ἀνακατωμός.
Σημασιολογία
Ἅπλωμα 2, ὃ ἰδ., συνεκφερόμενον μετὰ τοῦ δὲν ἔχει εἰς δήλωσιν τοῦ ἀδυνάτου (ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 417) ἔνθ’ ἀν.: Ἁπλώνω ἁπλώνω τὰ σκουτιˬὰ τόση ὥρα καὶ ἁπλωμὸ δὲν ἔχουνε (δὲν τελειώνει τὸ ἅπλωμά των) Τριφυλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA