ἁπλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁπλώνω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἁπλών-νω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. Ρόδ. ἁπλώνου βόρ. ἰδιώμ. ᾿πλώνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κασ. Χίος κ.ἀ. ᾿πλών-νω Ἀπουλ. Καλαβρ. Κάλυμν. Κύπρ. Κῶς Χίος (Πυργ.) ᾽πλώνου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ᾽πλών-νου Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) ἁπλώθω Ἀμοργ. Θήρ. Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Κίμωλ. Κύπρ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Σέριφ. Σίφν. Πόρ. ᾿πλώθω Μεγίστ. ἁπλώθου Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέγαρ. ἁπλέν-νου Καλαβρ. (Καρδ.) ἁπρούκου Τσακων. ἁφκώνω Καππ. ’φκώνω Καππ. (Φάρασ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἁπλώνω, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἁπλῶ. Διὰ τὸν τύπ. ἁπρούκου πβ. πλάσσω-πράσσου, ματώνω-ματούκου, περὶ ὧν ἰδ. GAnagnostopoulos Tsakon. Grammat. 48 κἑξ. Διὰ τὸν τύπ. ἁφκώνω πβ. πλάτανος-φκάτανος͵ περὶ οὗ ἰδ. RMDawkins, Modern Greek in Asia Minor 158 § 274. Διὰ τὸν τύπ. ἁπλώθω πβ. νοιώνω-νοιώθω, ἰδ. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 297.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Ἐπὶ ὑφασμάτων ἐν γένει, ἀναπτύσσω, διαπτύσσω, ἀναπεταννύω, συνήθως ἐπὶ πλυθέντων πρὸς στέγνωσιν κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἁπλώνω τὰ ροῦχα-τὰ σεντόνια νὰ στεγνώσουν. Ἁπλώνω τὸ πάπλωμα-τὸ στρῶμα-τὸ χαλὶ κττ. Ἔχω ἁπλωμένα τὰ ροῦχα κοιν. Ἔπλωσα τὰ λώματα Κερασ. Κοτύωρ. || Παροιμ. φρ. Ἁπλώνει τὸ ζωνάρι του γιὰ καβγᾶ ἢ ἀφίνει τὸ ζωνάρι του λυμένο γιˬὰ καβγᾶ (οἰονεὶ ἀφίνει τὸ ζωνάρι του νὰ σύρεται ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἵνα πατηθῇ ὑπό τινος καὶ οὕτω προκληθῇ λογομαχία ἢ καὶ συμπλοκή. Ἐπὶ προκλητικοῦ ἢ φιλέριδος) πολλαχ. Ἁπλώνω τὰ παννιὰ (ἐπὶ ἱστιοφόρου πλοίου) πολλαχ. Ἁπλώνω τὸ μύλο (βραχυλ. ἀντί: ἁπλώνω τὰ παννιὰ τοῦ μύλου) Κύθηρ. ’Σ ἕναν ἥλιο ἁπλώνουνε τὰ ροῦχα τους (ἐπὶ ἀνθρώπων συνδεομένων δῆθεν διὰ συγγενείας ἢ διὰ κοινῶν συμφερόντων) Θήρ. || ᾎσμ. Ἁπλών᾽νε τὸ μαντήλιν ἀτ’ καὶ στρών’ν ἀπάν’ ’ς σὸν δρόμον καὶ λύν’νε τὸ ζωνάριν ἀτ’ καὶ θέκ’νε ᾿ς σὸ κεφάλ’ν ἀτ’ Κερασ. β) Καθόλου, ἐκθέτω εἰς τὸν ἥλιον ἢ τὸν ἀέρα πρᾶγμά τι ἠραιωμένον συνήθως πρὸς στέγνωσιν, πρὸς ἀφαίρεσιν τῆς ὑγρασίας κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἁπλώνω πλιγούρι-μαλλιὰ-σταφίδες-σῦκα-τραχανᾶ κττ. κοιν. || Φρ. Ἁπλώνει τραχανᾶ (οὐδεμίαν ἔχει σοβαρὰν ἐργασίαν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἔχει τραχανᾶ ἁπλωμένο ’ς τὸ σκοινὶ (ἐπὶ ἀδιαφοροῦντος. Ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 355) Πελοπν. (Μάν.) γ) Συνεκδ. καλύπτω τι δι’ ἁπλώσεως ὑφάσματος, στρώνω Καππ.: Ἔφκωσαν τοῦ Πάσχα τὸ τραπέζι ᾽ς σὴ μέση («καὶ ἡτοίμασαν τὸ Πάσχα» Ματθ. 26, 19). Τζ’ ἀτζεῖνος ᾽ὰ σᾶς δείξῃ ἁ καὸ’φκωμένο 'πάνου ὀταδόκκο («κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον Λουκ. 22, 12. ἁ καό=ἓν καλόν, ὀταδόκκο=μικρὸν δωμάτιον). 2) Ἐκτείνω, τείνω, τανύω, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἅπλωσε τὸ χέρι του ἀπάνω της. Κοντὸ τὸ πάπλωμα κι ἅμ᾽ ἁπλώσω τὰ πόδια μου βγαίνουν ἔξω κοιν. Ἁπλώνω τὰ έρ μ᾿ ᾿ς σὸν οὐρανὸν Τραπ. Ἅπλω τὰ τσακωμέν’ σ᾽! (τὰ χέρια σου ποῦ νὰ τσακισθοῦν!) Ἀραβάν. Ἅπλουσ’ τὰ πουδάριˬα σ’-τὰ χέριˬα σ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἁπλώνω τὸν κόρφο μου (κάμνω ὥστε νὰ περιλάβῃ τι) ἀγν. τόπ. || Φρ. Ἁπλώνει τὸ ποδάρὶ του (ἔχει μεγάλην ἰδέαν διὰ τὸν ἑαυτόν του) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἅπλωσε κιˬ αὐτὸς τὸ ποδάρι του (ὅταν τις ἐπεμβαίνῃ εἰς ὑπόθεσιν χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν ἀναγκαίαν ἐπιβολὴν) Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Ἁπλώνει τὴν ἀρίδα του γιˬὰ καλὰ (ζῇ ἐν ἀναπαύσει χωρὶς νὰ ἐργάζεται) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. Ἁπλώ’ τ᾽ν πλάτη τ᾽ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Στερελλ. (Δωρ.) || Παροιμ. Ὅσο φτάνει τὸ πάπλωμα ἅπλωσε τὰ πόδιˬα σου (ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπεκτείνη τις τὰς ἐργασίας του ἢ νὰ ἐπιδιώκῃ τι ὑπὲρ τὰς δυνάμεις του. Ἡ παροιμ. καὶ ἀλλαχοῦ ἐν παραλλαγαῖς. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 351 κἑξ.) πολλαχ. Συνών. τεντώνω. β) Τείνω τὴν χεῖρα εἴτε διὰ νὰ λάβω τι εἴτε διὰ νὰ ψηλαφήσω εἴτε διὰ νὰ πλήξω, συνήθως μὲ ἀντικείμενον τὸ χέρι κοιν.: Ἁπλώνει τὸ χέρι του καὶ τὸ παίρνει κοιν. || Φρ. Ὁ δεῖνα ἁπλώνει χέρι (κλέπτει). Ἁπλώνει χέρι ἀπάνω του ἢ ἁπλώνει ἀπάνω του (τείνει τὴν χεῖρα διὰ νὰ τὸν κτυπήσῃ) κοιν. ’Σ τὸ μεγαλύτερό σου χέρι μὴν ἁπλώνῃς (διὰ νὰ τὸν κτυπήσῃς) Εὔβ. (Κονίστρ.) Δὲν ἁπλώ’ σὶ ἄδε͜ου δ᾽σά᾽ (δὲν ματαιοπονεῖ, γνωρίζει νὰ ἐπωφελῆται ἐκ τῶν περιστάσεων) Σάμ. Χέρι ποῦ δὲν ἁπλώσῃ, τόπος δὲν ἀδε͜ιάζει (ὅταν ὁ ὑπεύθυνος διά τι καὶ ὑποκλέψας αὐτὸ ἀρνῆται τὴν πρᾶξίν του) Πελοπν. (Μεσσ.) || Παροιμ. Σὲ τάβλα ποῦ δὲν ἔστρωσες, τὸ χέρι μὴν ἁπλώνῃς (ὅτι δὲν δύνασαι νὰ ἀποβλέπῃς εἰς κέρδος ἐκ προσπαθείας, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν μετέσχες Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 357). Μὴ ἁπλώντς τοὺ χέρι σ᾿ ἰκεῖ π᾿ δὲ φτά’ (μὴ ἐπιχειρῇς ἀνώτερα τῶν δυνάμεών σου) Μακεδ. || ᾌσμ. Τὸ χέρι μου δὲν ἅπλωσα σὲ γυναικήσιο κόρφο Ἤπ. Μισσεύω, ἀγαπημένη μου, μισσεύω, βάλε γνῶσι, ’ς τὸν κρουσταλλένιˬο σου λαιμὸ ἄλλος νὰ μὴν ἁπλώσῃ αὐτόθ. Μὴν ἁπλώνῃς, νεˬέ ᾿ς τὰ μῆλα, | τὶ μαραίνονται τὰ φύλλα αὐτόθ. Ἐποδιˬαντράπ’ ὁ ναύκληρος, ἀπάνω της ἁπλώθει κ’ ἡ κόρη ἀπὸ τὴν ἐντροπὴ λιποθυμιˬὰ τὴν πιˬάνει Ἀμοργ. Κιˬ ἁπλώστι ’ς τὴ μισούλλα μου κὶ πάρτι τὰ κλειδιˬά μου Στερελλ. (Αἰτωλ.) γ) Συνεκδ. ἐγγίζω τι διὰ τῆς χειρὸς Σάμ.: Δὲν τοὺ ἅπλουσα τοὺ φαγητὸ σήμιρα δ) Ἐπὶ τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων, λαμβάνω εὐκόλως, ἄνευ δαπάνης Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Δῶ ᾽ς τὰ χουριˬὰ ἔχ᾽ν οὑ κουσμά’ς ν᾽ ἁπλώσ’νι, τ᾽ν πατάκα τ᾿ς, τὰ κριμμύδιˬα τ᾿ς, τὰ λάχανά τ᾿ς. ’Σ τ’ν πόλ' κἀνένας δὲν ἔχ’ ποῦ ν᾿ ἁπλώσ’, οὕλου μὶ τοὺ λιφτὸ πουλιμάει. Ἔχου τοὺ πιριβουλάκι μ᾽ κιˬ ἁπλώνου κἄπουτι. ε) Τείνω τὴν χεῖρα ἵνα δώσω τι, δίδω, παρέχω πολλαχ.: ’Πλῶσε μου τὸ κανάτι νὰ πίου, γιατὶ διψάου Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἅπλωσέ μου μιὰ χούφτα σ’τάρι Πελοπν. (Κορινθ.) Δὲ dοὺν ἅπλουσι τίπουτι Θρᾴκ. (Αἶν.) ς) Συνθηματικῶς, δίδω χρήματα, πληρώνω Θρᾴκ. (Διδυμότ. Ὀρτάκ.): Τοὺν ἅπλουσ’ τριότ’ (χρήματα) Ὀρτάκ. ζ) Τείνω, προτείνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ.: Ἔπλωσε ’πὲ τὸ παραθύρ’ τὴ βέργα καὶ τῆς τά ’δωσε. 3) Ἐπὶ ἀνθρώπου ἢ ζῴου, ἐκτείνω τινὰ ἐπὶ τοῦ ἐδαφους, ἐπὶ τοῦ δαπέδου Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Ἔπλωσεν ἀτον ἀνάκελα ᾿ς σὸ γιˬάν’ (᾿ς τὸ πλάγι) Χαλδ. Ἐπλῶθεν ἀφκὰ ᾽ς σὸ μῆλον καὶ κοιμᾶται (ἐξηπλώθη ἀποκάτω ἀπὸ τὴν μηλέαν καὶ κοιμᾶται) αὐτόθ. || ᾎσμ. Γιˬὰ δὲς κορμὶν ποῦ τσείτεται ᾿πλωμένο, ξαπλωμένο, γιˬὰ δὲς κορμὶ γιὰ καμουχᾶ τσαὶ μέση γιὰ ζουνάρι Μεγίστ. β) Μεταφ. ἐπὶ ἐργασιῶν ἢ δαπανῶν, ἐπεκτείνω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.: Ἅπλωσε τοὶς δουλειές του. Καὶ μέσ. ἐπεκτείνομαι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Πολὺ ἁπλώθηκες κοιν. Πολλὰ ἐπλῶθες καὶ καλὸν ’κ’ ἔνι Κερασ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος πολὺ ἁπλώνεται γρήγορα μαζεύεται (ὁ ἀφειδῶς δαπανῶν ἀναγκάζεται ταχέως νὰ περικόψῃ καὶ ἀναγκαίας δαπάνας) Πελοπν. (Γύθ.) Β) Ἀμτβ. 1) Αὐξάνομαι εἰς ἔκτασιν, ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι σύνηθ.: Ἅπλωσε ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὸν ἀέρα. Ἅπλωσε ἡ λαδιˬὰ (κηλὶς ἐλαίου). Ἅπλωσε γιˬὰ καλὰ μέσ’ ᾿ς τὸ χωριὸ ἡ γρίππη κοιν. Ἅπλωνε! (ἐπιφών. πρὸς τὰ ἁλωνίζοντα ζῷα, διˬὰ νὰ ἁπλωθοῦν πρὸς τὴν περιφέρειαν τοῦ ἁλωνίου) Ρόδ. || Ἅπλωσε ἡ λαδιˬὰ (μεταφ. ἐπὶ συκοφαντίας, ἥτις παραδιδομένη ἀπὸ στόματος εἰς στόμα καθίσταται κοινὸν μυστικὸν) Ἀθῆν. || Παροιμ. Ὅσο ἀξαίνει τὸ δέντρο, τόσο ἁπλώνει ὁ ἥσκιˬος του (ὅσον αὐξάνει ἡ δύναμις τοῦ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, τόσον αὐξάνει καὶ ἡ ἀγαθὴ αὐτοῦ ἐπίδρασις. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 635) Κεφαλλ. κ.ἀ. Ἁπλώσαν οἱ πουδεὲς κὶ σκιπάσαν τοὶς πουμπὲς (ἐπὶ πλουτήσαντος ἢ ἄλλως εὐτυχήσαντος, τοῦ ὁποίου οὕτω τὰ ἐλαττώματα ἀποσιωπῶνται ἢ λανθάνουν) Αἶν. Ἴμβρ. Τένεδ. || ᾌσμ. Ὡσὰν τὴν ἥμερη στουβὴν π᾿ ἁπλώθει ᾿ς τὸ χωράφι Μεγίστ. Ἀπῆτι καὶ μοῦ γιαίνασι οἱ πόνοι ᾿ς τὴν καρδιˬά μου κ’ αἰσθάνουμου ’ς τὸ στῆθος μου κιˬ ἅπλωνεν ἡ χαρά μου Κάρπ. Ἀπομπροστά, παιδάκι μου, ἔπρεπε νά ᾽χῃς γνῶσι, νὰ μὴν ἀφήσῃς τὸ κακὸ ἀπάνω σου ν᾿ ἁπλώσῃ Πελοπν. (Λακων.) 2) Λαμβάνω ὑπερβολικὸν θάρος, γίνομαι ἀπειθάρχητος Κρήτ. Κύπρ. Σύμ. -ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. ποιημ. 184: Ἔφηκά τον κ᾿ ἕπλωσε (λέγει καὶ πράττει ὅ,τι θέλει) Σύμ. || ᾎσμ. Θωρεῖς μ᾽ ἁποὺ δὲ σοῦ μιλῶ κιˬ ἀφίνω σε κιˬ ἁπλώνεις, κἀμμιˬὰ φορὰ ’ς τὰ χέριˬα μου ἄ bέσῃς δὲ γλυτώνεις Κρήτ. –Ποίημ. Θάρος πολ-λὺν τῆς ἔδωσα τσι ἀρχίνησεν ν᾽ ἁπλών-νῃ τιˬ ἅμα συντύχω μὲ κἀμμιˬὰν καὶ νὰ μὲ δῇ μαλλών-νει ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν. 3) Κοιμῶμαι Ἀπουλ.: Λάτοι ἁπλώννετε ὅλοι ἐσεῖς (φαρδεˬὰ ξαπλωμένοι κοιμᾶσθε σεῖς). ’Πλώννει σὰν ἀλαὸ μ᾿ ἀμμάδιˬα ᾿νοιφτὰ (ἀνοιχτά.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/