ἅπλωσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅπλωσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἅπλωσι ἡ, Ἀθῆν. κ.ἀ. ἅπλωσ' Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἅπλουσ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἅπλωσις, ὃ ἐν Corpus glossar. Latin. 2, 141 (ἔκδ. GGoetz) ἐν λ. prolixitas.
Σημασιολογία
1) Ἐκτασις Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) 2) Ἐπὶ τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἀντίων ἀπόστασις Ἀθῆν.: Ἔχω μεγάλη-μικρὴ ἅπλωσι. 3) Ἐπὶ βοσκησίμου ἐκτάσεως, ἡ ἐφ᾽ ἅπαξ βοσκὴ τοῦ ποιμνίου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔχ’ χουρτάρ’ τοὺ χουράφ’; -Θὰ πάρ’νι κἀνιὰ ἅπλουσ’ τὰ μαρτίνια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA