ἁπλώσιμον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλώσιμον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁπλώσιμον τό, Πόντ. (Τραπ.) ἁπλώσιμο Πόντ. (Ὄφ.) ᾽πλώσιμο Εὔβ. (Κονίστρ.) Σίφν. κ.ἀ. ᾿πλώσ᾽μο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ του ρ. ἁπλώνω.
Σημασιολογία
Ἡ ἐνέργεια τοῦ ἁπλώνειν, διάπτυξίς τινος συνεπτυγμένου, ἅπλωμα, ἔνθ’ ἀν.: ᾿Πανου ᾿ς τὸ ᾿πλώσιμο ἔπιατσε μία βροχὴ τσαὶ τά ᾽καμε τὰ ροῦχα λούτσα Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Αὐτὸ τὸ ᾽πλώσ’μο δὲν τελειώνει πεˬὰ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Θέλει ᾿πλώσιμο ὅ,τι τὸ σκᾷς τὸ σῦκο Σίφν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅπλωμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA