ἁπλωταρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλωταρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπλωταρεˬὰ ἡ, ἁπλωταρέα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κύθηρ. Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἁπλωταρὲ Δ. Κρήτ. Ἰκαρ. ἁπλουταρέα Εὔβ. (Κύμ.) ἁπλωταρεˬὰ πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἁπλουταρεˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ.) Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἁπλωταρκὰ Κύπρ. ἁπλωιταρὰ Πελοπν. (Μάν.) ἁπλωσταρεˬὰ Ἄνδρ. ᾿πλουταρεˬὰ Εὔβ. (Ἀνδρων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἁπλωτάρις ὡς θηλ. αὐτοῦ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 267.
Σημασιολογία
1) Ἁπλώστρα 1, ὃ ἰδ., πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἁπλωταρεˬὰ νὰ κάμωμε γιὰ νὰ ἁπλώσωμὲνε τὰ σῦκα Νάξ. (Φιλότ.) Κόβγουνε ἁσπαρθεˬές, τσοὶ γομαριάζουνε καὶ κάνουνε τσ᾽ ἁπλωταρεˬὲς (ἁσπαρθεˬὲς=σπάρτα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Αὔριο θὰ κάμωμε ἁπλωταρεˬὰ Ἄνδρ. 'Σ τοὶς ἁπλωταρεˬὲς βάζουν ἀγουδούρους Κύθν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Χίος. β) Τὸ σύνολον τῶν πρὸς ἡλίασιν ἐκτεθειμένων σύκων Σίφν. Τῆν.: Ἔκαμε θεόρατη ἁπλωταρεˬὰ Τῆν. Πβ. ἁπλωσεὰ 3, ἁπλώστρα 2. γ) Δέσμη χόρτου κττ. καταλειπομένη πρὸς ξήρανσιν Σκῦρ.: Ἀφήσαμε τοὶς ἁπλωταρεˬὲς 'ς τὸ χωράφι τσαὶ φύαμε. 2) Ὁ ἐξώστης τῆς οἰκίας Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σκίαθ. -ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. τεμπέλ. 44: «Ἡ σκάλα...ἀνήρχετο εἰς τὸ τεράστιον χαγιάτι ἢ ἁπλωταρεˬὰν πρὸς μεσημβρίαν» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἁπλώστρα 1β, μπαλκόνι. 3) Κληματόβεργα, κληματὶς σχοινοτενὴς χρησιμοποιουμένη ἀντὶ σχοινίου πρὸς ἅπλωσιν ἐνδυμάτων κττ. Νάξ. 4) Ἁπλώστρα 3, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Αἶν.) Μέγαρ. 5) Εἶδος ἀκανθηροῦ φυτοῦ αὐξανομένου κατ’ ἔκτασιν, εἶδος ἀγριοκιναρεᾶς Κύπρ. 6) Συνεκδ., ἐπάρκεια χώρου, εὐρυχωρία Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θέλ’ νά ’ ἁπλουταρεˬὰ οὑ ἄνθρουπους. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἅπλα 2. 7) Ἐπιρρηματ. κατ᾿ ἔκτασιν Πελοπν. (Λακων): Κάθεται ἁπλωταρεˬὰ (κάθεται ξαπλωμένος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA