ἁπλωτάρεˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλωτάρεˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁπλωτάρεˬασμα τό, ἀμάρτ. ᾿πλωτάρεˬασμα Ρόδ. ᾽πλωτάρgεˬασμα Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁπλωταρεˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐκτύλιξις τοῦ στήμονος ἐκ τοῦ ὀπισθίου ἀντίου πρὸς ὕφανσιν. 2) Ἡ τοποθέτησις τοῦ στήμονος εἰς τὸν ἀργαλειόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA