ἁπλωτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλωτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁπλωτὴς ὁ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Τριφυλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἁπλώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἁπλώνων, ὁ ἐντεταλμένος τὸ ἅπλωμα τῆς σταφίδος ἐργάτης εἰς τὰ σταφιδάλωνα ἔνθ’ ἀν.: Ἔχουμε ἁπλωτὴ φέτο ’ς τὴ σταφίδα τὸν δεῖνα Τριφυλ. Τί δουλε͜ιὰ ἔκανε ’ς τὸν τρύγο; Ἤτανε ἁπλωτὴς Κορινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA