ἁπλωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλωτὸς ἐπίθ. (Ι) πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Τραπ.) ἁπλουτὸς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Κομοτ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. κ.ἀ.) ἁπλωτὲς Σκῦρ. ἁπρουτὲ Τσακων. ᾿πλωτὸς Κύπρ. ᾿πλουτὸς Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἁπλωτός. Διὰ τὸν τύπ. ἁπρουτὲ ἰδ. GAnagnostopoulos Tsakon. grammat. 18.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἔκτασιν μᾶλλον ἔχων ἢ βάθος, ἀνοικτός, ἀναπεπταμένος, ἐπίπεδος, συνήθως ἐπὶ πινακίων, μαγειρικῶν σκευῶν κττ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Κάμπος-τόπος ἁπλωτός. Πιάττο-ταψὶ ἁπλωτό πολλαχ. Συνων. ἁπλὸς 3. 2) Ὁ ἡπλωμένος, ὁ ἐκτεταμένος. ὁ μὴ συνεπτυγμένος Πόντ. (Ἀμισ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὸ στρῶμαν-τὸ χαλὶν ἁπλωτὸν ἔν' Ἀμισ. Τραπ. κ.ἀ. Θῆκον τὰ λώματα ἀπάν’ ᾽ς σὸ τραπέζ’ ἁπλωτὰ (θῆκον=βάλε) Χαλδ. Ὁ καρπὸ ἔνι ἁπρουτὲ (τὸ σιτάρι εἶναι κτλ.) Τσακων. Τὰ εἴδητα εἶνι ἁπρουτὰ (εἴδητα=ροῦχα) αὐτόθ. β) Ὁ μὴ πεπλεγμένος Ἤπ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 209: Ποίημ. Κ’ ἐπιˬάστηκε ἡ κατάρα κ᾿ ἦρθε ἡ λυγερὴ μὲ ξανοιγμένους κόρφους, μ᾽ ἁπλωτὰ μαλλιˬὰ ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἄπλεχτος, λυτός, ξέπλεκος. 3) Ἐξηπλωμένος, ὕπτιος ἢ πρηνὴς Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) -ΧΠαλαίσ. Θάνατ Εἰρήν. 20: Ποίημ. Ὅταν τὴν εἶδεν ’τεῖ χαμαὶ ᾿πλωτὴν ᾽πονεκρωμένην ΧΠαλαίσ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Παπαδοπ. Κεραμ. Var. Gr. sacr. 5 «ἔρριψεν ἑαυτὸν ἁπλωτὸν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ηὔχετο ἐφ’ ἱκανὸν ἐν τῷ ναῷ». Β) Οὐσ. 1) Σκάφη τοῦ ζυμώματος μικρὰ καὶ στρογγύλη Θρᾴκ.: Ζήτησε, παιδί μ᾿, τὸν ἁπλωτὸ νὰ ζυμώσωμε τοὶς λειτουργιές. 2) Τόπος προωρισμένος πρὸς ἅπλωσιν καὶ στέγνωσιν τῆς σταφίδος ἢ ἄλλων σταφυλῶν Κρήτ. (Σητ.): Ἐγέμισε ὁ ἁπλωτὸς σταφύλιˬα. Μικρὸς εἶν᾿ ὁ ἁπλωτὸς καὶ δὲ θὰ βάλῃ τὰ σταφύλιˬα. Συνών. κατάβολος. 3) Ὁ ὑπὸ τῆς ἡπλωμένης σταφίδος ἢ σταφυλῶν κατειλημμένος τόπος Κρήτ. (Σητ.): Μεγάλο θωρῶ τὸν ἁπλωτό σας καὶ θὰ βγάλετε πολλὴ σταφίδα. Ἐκόψαμέ dηνε τὴ σταφίδα, μὰ γίνηκε μικρὸς ἁπλωτός. 4) Θηλ. τριπλοῦν κατὰ μῆκος πήδημα Πελοπν. (Κυνουρ. Λακεδ.): ᾎσμ. Ποῦ κάνουν τὸ γλυκὸ κρασὶ νὰ πίνουν οἱ λεβέντες καὶ νὰ πηδᾶν τὲς ἁπλωτές, νὰ ρίνουν τὸ λιθάρι Λακεδ. 5) Εἶδος κολυμβήματος Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA