ἁπλώτρεμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλώτρεμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλώτρεμος ἐπίθ. ΔΣολωμ. 76.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. ἁπλώνω καὶ τρέμω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τῶν χειρῶν, ὁ προτεινόμενος καὶ ἅμα τρέμων: Ποίημ. Κλάψες ἄμετρα χυμένες, | χέριˬα ἁπλώτρεμα, κραυγὲς, ποῦ ἀπ’ τσ’ ἀντίλαλους ᾿πωμένες | εἶναι πλέον τρομαχτικές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA