ἀποβάθρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβάθρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποβάθρα ἡ, λόγ. κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀποβάθρα.

Σημασιολογία

Τὸ μέρος τῆς παραλίας, ὅπου ἀποβιβάζονται ἀπὸ τῶν πλοίων ἢ ἐπιβιβάζονται εἰς αὐτὰ ἀνθρωποι καὶ ἐμπορεύματα: Ἐγέμισε ἡ ἀποβάθρα ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἐμπορεύματα. Κάθονται ’ς τὴν ἀποβάθρα κιˬ ἀγναντεύουν τὰ βαπώρια. Συνών. ἀπόβα (Ι), σκάλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/