ἀποβαρένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποβαρένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποβαρένω Θήρ. Κρήτ. ἀπουβαρένου Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποβαρύνω Πόντ. (Σάντ.) ’ποβαρῶ Κύπρ. Μέσ. ἀποβαρένομαι ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ. θέατρ. 47 ’ποβαρκει͜οῦμαι Κύπρ. Μετοχ ἀπουβαρούμι’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπουβιριμέ’ Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βαρένω.

Σημασιολογία

1) Βαρύνω, πιέζω τινὰ διὰ τοῦ βάρους μου Θήρ. Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Σάντ.): Μὲν ἀποβαρῇς ’πάνω ’ς τοῦ γάδαρου τσαὶ ρίβκεις τον χαμαὶ Κύπρ. ᾽Εποβάρησεν ’πάνω του τ’ ἔσπασέν το αὐτόθ. Μὲν ἀποβαρῇς πολλὰ ’πάνω ’ς τὰ ξύλα τσαὶ ἔν βαστοῦσι αὐτόθ. 2) Ἀμτβ. γίνομαι πολὺ βαρὺς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἦταν βαρε͜ιὰ αὐτεί, ἀλλὰ τώρᾳ ἀπουβάρυνι. β) Μεταφ. γίνομαι λίαν σοβαρὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Ηταν ἔτσ’ βαριτὸς ἄνθρουπους, ἀλλὰ τώρᾳ ἀπουβάρυνι. 3) Μέσ. αἰσθάνομαι πρός τινα ἀποστροφήν, δυσανασχέτησιν Κύπρ.-ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν.: Παρακαλεῖς τον πολλὰ ταὶ ’ποβαρκέται σε Κύπρ. Σὰ σηκωθῇ ὁ λαὸς κι ἀποβρεθῇ τοὺς μεγάλους Γψυχάρ. ἔνθ’ ἀν. β) Ἐκφράζω δυσανασχέτησιν, ἀγανάκτησιν, μέμφομαι, παραπονοῦμαι Κύπρ.: Καθ’ ἡμέρα θυμώννει τσαὶ ’ποβαρκἐται τοῦ παιδκιοῦ του. ᾿Εποβαρήθην μου ’ποῦ τὸ πρωὶν ξημέρωμαν, εἶπεν μου μιὰν κούπ-παν λόγια, ἔβαλέν μου ἑκατὸν ἀγκαλέματα. Ἔν ἔν’ καλὰ νὰ ’ποβαρκέται τοῦ παιδιοῦ του κἀνένας. Μετοχ. 1) Ἡ ἔχουσα βάρος εἰς τὴν γαστέρα, ἔγκυος Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ.: Ἡ ’ναῖκα μ’ ἦταν ἀπουβαριμέ’ς αὐτὸν τοὺ γιό μ’ Μακεδ. Συνών. βαρεμένη ἢ βαρούμενη (ἰδ. βαρένω), γγαστρωμένη (ἰδ. γγαστρώνω). 2) Μετ᾿ ἀρνητικῆς ἐννοίας τῆς προθ. ἡ μὴ βαρεμένη, ἡ δι’ ἐκτρώσεως ἀποβαλοῦσα τὴν ἐγκυμοσύνην, ἡ παθοῦσα ἔκτρωσιν Μακεδ. (Καταφύγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/