ἀποβασιλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβασιλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβασιλεύω Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βασιλεύω.
Σημασιολογία
᾿Επὶ τοῦ ἡλίου, δύω: Πήγαινε γρήγορα ’ς τὰ πρόβατα, γιˬατὶ ἀποβασίλεψε ὁ ἥλιˬος. Συνών. βασιλεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA