ἀποβαφίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβαφίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποβαφίδι τό, Λεξ. Αἰν. ἀπουβαφίδ’ Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποβάφω. Ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1938) 359.
Σημασιολογία
Βούτηξι τοὺ φουστά’σου ’ς τ’ ἀπουβαφίδιˬα νὰ βάψ’ Θεσσ. Δὲ βάφιτι καλὰ μεσ’ ᾿ς τοὺ ἀπουβαφίδ’ τοὺ σκουτὶ αὐτοῦ. Πῆρι τ’ ἀπουβαφίδιˬα κὶ τά ’ρ’ξι ’ς τὴ στράτα κὶ τὰ πατάει οὑ κόσμους (ἡ ἀπόρριψις τῶν ὑπολειμμάτων τῆς βαφῆς εἰς τὴν ὁδὸν θεωρεῖται κακόν, διότι πιστεύεται ὅτι, ἂν πατήσῃ ἐπ’ αὐτῶν γυνὴ ἔγκυος, θὰ πάθῃ κακόν τι) αὐτόθ. Συνών. ἀποβάμμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA