ἀποβάφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβάφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβάφω πολλαχ ἀποβάφτω Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. βάφω.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω, φέρω εἰς πέρας τὴν βαφὴν οἱουδήποτε πράγματος: Ὅσο νὰ βάψω κιˬ ἀποβάψω τ᾿ ἀβγὰ ἔχασα ὅλο μου τὸ πρωὶ πολλαχ. 2) Ἐπὶ ἐγχρώμου τινός, ἀποβάλλω τὴν βαφήν, τὸ χρῶμα, ἀποχρωματίζομαι Πόντ. (Σάντ.) Συνών. ἀποβάλλω 1 β, ξεβάφω, ξεθωριˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA