ἀποβγάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβγάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβγάζω Ἄνδρ. Θήρ. Χίος ἀπουβγάζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἰν) Λεσβ ᾿ποβγάτζω Σύμ. ’πεβγάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿πιβγάζου Ἴμβρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποβγάζω ἔχον τὸν ἀόρ. κοινὸν μετὰ τοῦ ρ. ἀποβγάλλω.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκβάλλω, ἐξάγω Θήρ.: Αἴνιγμ. Πέdε πέdε κουβαλοῦσι | τὰ σφυριˬὰ σφυροκοποῦσι καὶ ἡ σαρωνιˬὰ σαρώνει, | ἡ χρυσὴ σακκούλλα βάζει κιˬ ἀπὸ κάτω ἀποβγάζει (οἱ δάκτυλοι τῶν χειρῶν, οἱ ὀδόντες, ἡ γλῶσσα, ὁ στόμαχος, τὸ ἀπηυθυσμένον). Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. Διγεν στ. 461 (ἔκδ. SLambros σ. 131) «καὶ ἀφόντις ὅλα εἶπεν τα, τὰ δάκρυα ἀποβγάζει». β) Ἐξάγω τι ἐντελῶς Ἄνδρ.: Ἀποβγάλαμε τοὶς ἓλα͜ιὲς (ἐπὶ ἐκθλίθεως ἐν τῷ ἐλαιο-πιεστηρίῳ). Δὲν ἀποβγάλαμε τὸ ρακὶ (δὲν ἐπερατώσαμεν τὴν ἀπόσταξιν τοῦ ρακιοῦ). Συνών. βγάζω. γ) Ἐκριζώνω Χίος: Ἐπόβγαλα τοὶς κουκκεές. 2) Ἔξαναγκάζω τινὰ διὰ τρόπου ἠπίου ν’ ἀπέλθῃ, ν' ἀπομακρυνθῆ Ἄνδρ.: Τὸν ἀποβγάλανε σιγὰ σιγὰ (ἐπὶ μνηστῆρος καταστάντος ἀνεπιθυμήτου). 3) Ἀνταποδίδω τὸ ὀφειλόμενον, ἐξοφλῶ Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.): Καλὸ ἔν’ νὰ ’πεβγάζῃ κἀνεὶς τὸ χρέος του Σαρεκκλ. Σὶ τὰ ἀπουβγάζου ’γώ, δὲν σ’ ἀφίνου ἐ’τσ’ Αἶν. β) Ἀνταποδίδω τὸ κακόν, ἐκδικοῦμαι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἴμβρ.: Τὰ ἀπουβγάζου ’γὼ κεῖνα μὶ τοὺ παραπάν’ Ἀδριανούπ. Τώρα κ’ ἰγὼ σι’ τ’ ἀπιβγάζου τοὺ κακὸ π’ μ’ ἔκανις τότι Ἴμβρ. Ἄdι κὶ θὰ σὶ τ᾿ ἀπιβγάλου αὐτόθ. 4) Ἐξαφανίζω, φονεύω Σύμ.: Καλά ’καμες, παιδί μου, κ᾽ἐπόβγαλές τους γούλους. 5) Καταστρέφω Λέσβ. Πβ. ἀποβγάλλω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA