ἀποβγάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποβγάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποβγάλλω Θήρ. Θρᾴκ. Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Τραπ.) Σίφν. Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀπουβγάλλου Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. Αἶν. Κομοτ.) κ.ἀ ᾽ποβγάλλω Κάλυμν. Κυπρ ’ποβκάλ-λω Κύπρ. ᾿ποβgάλdω Ρόδ. ἀπεβγάλλω Πόντ(Κερασ. Κοτύωρ.) ἀπεγβάλλω Πόντ. (᾽Αμισ.) ἐπεβγάλλω Πόντ. (Χαλδ.) ἐπεγβάλλω Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ’ποβγέλλου Εὔβ. (Κονίστρ. Ὄρ.) ἀποβγάνω Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μῆλ. Πελοπν (Βούρβουρ) ἀπουβγάνου Λέσβ. ’ποβγάνω Κρήτ. (Ἔμπαρ. Σητ. κ.ἀ.) Μέσ. ἀποβγάλλομαι Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποβγάλλω.
Σημασιολογία
1) Ἐκβάλλω, ἐκδιώκω, ἀποπέμπω Θήρ. Κάλυμν. Κρήτ. (Βιἀνν. Ἔμπαρ. Σητ. κ.ἀ.): Ὁ ἀφεdικός μου μὲ ’ποβγάνει Ἔμπαρ. Θὰ σ’ ἀποβγάλω νὰ πάς ᾿ς τσῆ μάννας σου Κρήτ. Μὴ dὴ ’bοβγάνῃς τὴ gακομοῖρα καὶ φτωχή ’ναι Σητ. Ἐμαλώσανε κ᾿ ἐπόβγαλε τὴ γυναῖκα dου αὐτόθ. Τὸν ἀποβγάλανε κακῶς ἔχοdας Θήρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Μαχαιρ. 1,22 (ἔκδ. Dawkins) «νὰ μὲ ἀποβγάλῃ ἀποὺ πᾶσαν πειρασμόν» β) Ἐπὶ τέκνων, ἀποδιώκω ἐκ τῆς οἰκογενείας, καθιστῶ ἀπόκληρον, ἀποκηρύττω Εὔβ. (Ὄρ.) Ρόδ.: Δὲ dὸ ’ποβγέλλου ’γὼ τὸ παιδί μου Ὄρ. Συνών ἀποπαιδίζω. γ) Ἐκβάλλω ἐκ τοῦ μέσου, ἀφανίζω, φονεύω Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ρόδ.: Θὰ σ’ ἀποβγάλω ἀχρόνιαγο! (ἀπειλὴ) Βούρβουρ. Νὰ σοῦ ’κω κἀμμιὰν νὰ σὲ ’ποβgάλω! (νὰ σοῦ ’κω=νὰ σοῦ δώκω) Ρόδ. ᾿Εκλότσησεν ὁ ἀπ-παρος τσ’ ἐπόβκαλέν τον Κύπρ. Ἐπόβκαλέν την ὁ ἄντρας της αὐτόθ. Ἐτοῦτος ἔνι ’ποβκαρμένος, εἶντα καλούμαστεν νὰ τὸν ’ποφύρωμεν (δηλ. εἶναι ἀποθαμένος καὶ ὄχι λιπόθυμος ὥστε νὰ τὸν κάμωμεν νὰ συνέλθῃ) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἄν ἔρτῃ τ’ εὕρῃ σ’ ’ὰ χαμαί, τέλε͜ια ’εν-νὰ σὲ ’ποβκάλῃ (’ὰ χαμαὶ=ἐδὰ χαμαὶ) Κύπρ. 2) Προπέμπω, συνοδεύω τὸν ἀπερχόμενον μέχρι τινὸς Θρᾴκ. Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. (Βιάνν. Σητ. κ. ἀ.) Μῆλ. Χίος: Πάγω νὰ τὸν ἀποβγάλω Θρᾴκ. Μ’ ἀπόβγαλε ὥς τὴν Παναγιˬὰ Μῆλ. Τὸν ἀπόβγαλα ὥς τὴ bόρτα Σητ. Πήγαμ’ ἀπεβγάλαμε τὸν δεῖνα Σινασσ. Συνών. ἀποδιαβάζω, κατευοδώνω, ξεβγάζω, ξεβγάλλω, παραβγάζω, συναποβγαίνω. β) ᾿Επὶ νεκροῦ, σονοδεύω τὴν ἐκφορὰν του Θρᾴκ.: Ἀπόβγαλα το νεκρό. || Φρ. Ἡ χάρους νὰ σὶ πάρ’ τσὶ νὰ σ’ ἀπουβγά’! (ἀρὰ) Λέσβ. 3) Ἐξαναγκάζω τινὰ διὰ τρόπου ἠπίου, μαλακοῦ, νὰ ἀπομακρυνθῆ, νὰ ἀπέλθῃ Ἄνδρ Σῦρ.: Θέλει νὰ τὸν ἀποβγάλῃ καὶ γιˬ’ αὐτὸ τὰ κάνει αὐτὰ Σῦρ. 4) ᾽Εξαπατῶ, παραπλανῶ τινα Σῦρ.: Τὰ λέει γιὰ νὰ σὲ ἀποβγάλῃ. 5) Ὑποχρεώνω τινὰ παρέχων τι εἰς αὐτὸν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾿Επόβγαλέ με δὰ μὲ δυὸ χερομάdηλα ποῦ μοῦ ᾽δωκε, ποῦ μοῦ ’ταζεν λαοὶ μὲ πετραχῆλιˬα (λαοὶ=λαγούς). Μιὰ ’υχεὰ γλυκὸ τὸν ἐτράτταρα κ’ ἐπόβγαλά τονε (’υχεὰ=νυχεά, ὀλίγον). 6) ᾿Ανταποδίδω τὸ ὀφειλόμενον, ἐξοφλῶ Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ κ.ἀ.) Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Ἐπέβγαλα ντ’ ἐποίκε με τὸ καλὸν Κερασ. ᾽Επέβγαλα τὸ κακὸν π᾿ ἐποίκε με αὐτόθ. Ἕναν καλὸν ἔποι’κ’ ἀτον, ἐκεῖνο ἐπεξέγκεν ἀτο Χαλδ. Δουλεύω δουλεύω καὶ τὸ χρέος-ι-μ’ ν’ ἐπεβγάλλω ’κ’ ἐπορῶ (ἐργάζομαι διαρκῶς καὶ δὲ δύναμαι νὰ ἐξοφλήσω τὸ χρέος μου) αὐτόθ. ᾽Επεξέγκα τὸ φαεῖν ντ’ ἔφαγα (ἐπλήρωσα τρόπον τινὰ τὴν ἀξίαν τοῦ φαγητοῦ ποῦ ἔφαγα δι᾿ ὑπηρεσίας τινὸς) Σάντ. Χαλδ. Ἐπεξέγκα τὸ χρέος-ι-μ’ Σάντ. Τραπ. Χαλδ. Ὀφέτος, ἂν θέλ’ ὁ Θεός, θὰ έπεβγάλλω ὅλον τὸ χρέος-ι-μ’ αὐτόθ. Δύο λίρας ἐπέμ’ναν κι ἀπεβγάλλω τὸ χρέος-ι-μ’ Κοτύωρ || Φρ. Ἀπεβγάλλω τὸ ὀὶν (τὸ παιγνίδι. Ἐπὶ τῶν παιγνιδίων, ἐξαλείφω τὴν ἧτταν διὰ τοῦ κέρδους μιᾶς νίκης) Κοτύωρ. || ᾎσμ. Ζελεύει ἀτεν κιˬ ὁ βασιλεάς, βαρὺ σαλγούνιν γράφει καὶ ’κ’ ἔ’ ὁ Κοντοθόδωρος ἀτὸ νὰ ἀπεβγάλῃ Κερασ. β) ᾿Επὶ ζημίας, ἐπανορθῶ, ἀποκαuιστῶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): ᾿Επέβγαλα τὴ ζεμία μ’ Κερασ. Ὀσήμερον θ’ ἐπεβγάλλω τ’ ὀψεσ’νὸν τὴ ζεμία μ’ Χαλδ. γ) Ἀνταποδίδω τὸ κακόν, ἐκδικοῦμαι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. κ.ἀ.): Αὐτὸ ποῦ μ’ ἔκανες θὰ σ’ τ’ ἀπουβγάλου Κομοτ. 7) Ἐξάγω ἐντελῶς, τελειώνω τὸ βγάλσιμο (τῆς προθ. ἀπὸ σημαινούσης ἐπίτασιν πάσης ἐννοίας δηλουμένης διὰ τοῦ ἁπλοῦ βγάλλω) Κρήτ. Μῆλ. Σίφν. κ.ἀ.: Ἐπόβγαλα ὄξω τὰ ξύλα Κρήτ. ᾿Εποβγάλαμε τὸ κριθάρι (ἐξερριζώσαμε ὅλο τὸ κριθάρι) αὐτόθ. Ἤτανε λιγάκι βγαρμένο καὶ τ’ ἀπόβγαλε Σίφν. 8) Πλύνω τὰ ἐνδύματα μὲ τὸ δεύτερο νερὸ Μῆλ. Συνών κατενίζω, ξσβγάλλω. Μετοχ. ἀποβγαλμένος 1) Ἀπόβλητος, ἀπόκληρος Ρόδ. 2) Ἀρατικῶς, ὁ ἄξιος ἀποβολῆς Ρόδ. Πβ. ἀποβγάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA