ἀπόβγαλτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόβγαλτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόβγαλτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπέβγαλτος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀποβγαλτὸς<ἀποβγάλλω τῆς στερήσεως δηλωθείσης δι᾿ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀστερητ. 2 α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νἀ ἀνταποδοθῇ, ἀνανταπόδοτος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Τ’ ἐμὰ τ’ ἀμκιˬα ἀπέβγαλτα εἶν’ (οἱ κόποι μου εἰναι ἀνανταπόδοτοι) Χαλδ. 2) Ὁ μὴ ἀποδοθείς, ὁ μὴ ἐξοφληθείς: Ἀπέβγαλτον ἔν’ τὸ χρέος-ι-μ’ (ἀπλήρωτον εἶναι τὸ χρέος μου) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA