ἀτιμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτιμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀτιμώνω Κρήτ. - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀτιμώνω.
Σημασιολογία
1) Ὑβρίζω, προπηλακίζω τινα ἔνθ’ ἀν.: Οὕλη μέρα ᾽ναι θυμωμένος καὶ δὲ gάνει ἄλλο πρᾶμα παρὰ ν᾽ ἀτιμώνῃ Κρήτ. Μὴ dὴν ἀτιμώνῃς τὴ gακομοῖρα, μὰ δὲ σοῦ φταίει ’κείνη αὐτόθ. || ᾎσμ. Δὲ θέλω νὰ σὲ βλαστημῶ μουδὲ νὰ σ᾽ ἀτιμώνω αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. 659 (ἔκδ. JSchmitt) «μεγάλως τὸν ἀτίμωσεν, ἐχόλιασέν του σφόδρα. Συνών. ἀποτιμῶ 2, ἀτιμάζω 3. 2) Μέσ. ὁρκίζομαι Κρήτ.: Μὴν ἀτιμώνεσαι, μὰ σὲ πιστεύγω σοῦ λέω. Κάτσε ἥσυχα, γιˬατὶ ἀτιμώθηκα πῶς θὰ σὲ δείρω. Συνών. βλαστημῶ, ὀμώνω, ὁρκίζομαι (ἰδ. ὁρκίζω), ὁρκώνομαι (ἰδ. ὁρκώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA