ἀτμόπλοιο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτμόπλοιο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτμόπλοιο τό, λόγ. σύνηθ. ἀτιμόπλοιο πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀτμὸς καὶ πλοῖο.

Σημασιολογία

Πλοῖον κινούμενον δι’ ἀτμομηχανῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/