ἀτμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀτμὸς ὁ, λόγ. σύνηθ. ἀτιμὸς Πελοπν. (Κορινθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀτμὸς.

Σημασιολογία

Ἀέριον παραγόμενον διὰ τῆς θερμάνσεως ὑγρῶν σύνηθ.: Τὸ θερμὸ βγάζει ἀτμὸ. Τὸ βαπώρι κινεῖται μὲ ἀτμό. || Φρ. Τὸ βαπώρι στέκει ’ς τὸν ἀτμὸ (εὑρίσκεται ὑπ’ ἀτμὸν) - ἔβαλε ἀτμὸ (εἴναι ἕτοιμον πρὸς ἀπόπλουν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/