ἀτοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτοῦ τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. ὰ tout.
Σημασιολογία
1) Ἐν τῷ χαρτοπαιγνίῳ τὸ κερδίζον χαρτίον, τὸ κόζι σύνηθ. : Παίζω χαρτὶ ἀτοῦ. Παίζω τὸ ρῆγα ἀτοῦ. Τὰ ἀτοῦ εἶναι κοῦππες. || Φρ. Ἀτοῦ (ἐπὶ ἐπιμονῆς, οἷον : ἐγὼ σοῦ μιλῶ κ᾽ σὺ ἀτοῦ!) 2) Μεταφ. μέσον ἐπιτυχίας σύνηθ.: Ἔχει πολλὰ ἀτοῦ. Ἐπαιξε - ἔχασε καὶ τὸ τελευταῖο του ἀτοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA