ἀτουφέκιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτουφέκιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτουφέκιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀdουφέκιστος σύνηθ. ἀdουφέκιγος Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. τουφεκιστὸς < τουφεκίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τουφεκισθεὶς σύνηθ.: Δὲν ἄφησαν λαγὸ - πουλλὶ ἀτουφέκιστο. Ἀφίνουν τέτοιους κακούργους ἀτουφέκιστους! σύνηθ. Μὄφυγ᾽ ὁ λαγὸς ἀdουφέκιγος Σουδεν. β) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν εἶναι εὔκολον νὰ τουφεκίσῃ κἀνεὶς σύνηθ.: Πέρδικες ἀτουφέκιστες. 2) Ἐκεῖνος καθ’ ὃν δὲν ρίπτονται πυροβολισμοὶ Πελοπν. (Μάν.): Τρέβα ἀτουφέκιστη (προσωρινὴ ἀνακωχὴ μεταξὺ ἐμπολέμων οἰκογενειῶν καθ’ ἣν ἀναστέλλεται πᾶς πυροβολισμὸς κατὰ διερχομενου μέλους ἐχθρικῆς οἰκογενείας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA