ἀτραύιχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτραύιχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτραύιχτος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. τραυιχτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τραυιχθείς, ὁ μὴ ἐλκυσθεὶς σύνηθ.: Ἀτραύιχτο καΐκι. β) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ τραυίξῃ, πολὺ βαρὺς σύνηθ.: Τὸ ἁμάξι εἶν' ἀτραύιχτο. γ) Μεταφ. ἀνυπόφορος σύνηθ.: Ἀτραὐιχτο βάσανα. 2) Ὁ μὴ ἀντληθεὶς σύνηθ. : Ἀτραύιχτο κρασί. β) Ἐκεῖνος ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε ἄντλησις σύνηθ.: Ἀτραύιχτο βαρέλλι. γ) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἐπόθη τὸ περιεχόμενον σύνηθ.: Κατοσταράκι ἀτραύιχτο. δ) Ὁ μὴ πιών, ὁ μὴ με θύσας Λεξ. Πρω.: Ἀτραύιχτος εἶναι ἀπόψε. Συνων. ἀμέθυστος 1. 3) Ὁ μὴ ὰναληφθείς, ἐπὶ κατατεθειμένων χρημάτων σύνηθ.: Ἔχω ἀκόμα λίγα λεφτὰ ἀτραύιχτα. 4) Ὁ μὴ ἁποσυρθείς, ἐπὶ πλημμύρας σύνηθ.: Ἀτραύιχτα νερά. 5) Ὁ μὴ στραγγίσας. ὁ μὴ ψηθεὶς ἐπαρκῶς σύνηθ.: Ἀτραύιχτο πιλάφι-ψωμί. Συνών. ἀνάσυρτος Α 3, ἀστράγγιστος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA