ἀτριγύριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτριγύριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτριγύριστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀριγύρ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀτριγύριγος Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. τριγυριστός.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐτριγύρισε ἢ δὲν δύναταί τις νὰ τριγυρίσῃ, νὰ περιέλθῃ ἕνεκα τῆς μεγάλης του ἐκτάσεως ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἄφησα ἐξοχὴ ἀτριγύριστη. Ἀτριγύριστο ἀμπέλι - βουνὸ - νησὶ - χωράφι κττ. σύνηθ. Συνών. ἀτρίγυρος. β) Ὁ μὴ περιφραχθεὶς σύνηθ.: Ἀτριγύριστο ἀμπέλι – περιβόλι - χωράφι σύνηθ.: 2) Ὁ μὴ περιερχόμενος, ὁ μὴ περιφερόμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA