ἀτρόμητα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτρόμητα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτρόμητα ἐπίρρ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτρόμητος.

Σημασιολογία

Ἀφόβως γενναίως: Πολεμάει ἀτρόμητα. Ἀντιστάθηκε ἀτρόμητα. Συνών. ἀνεντήρητα, ἀτρόμαχτα, ἄφοβα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/