-άτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άτσα
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-άτσα κατάλ. θηλ. σύνηθ. - άτσο οὐδ. πολλαχ. - άτσος ἀρσεν. Κύπρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ᾽Ιταλ. Πβ. stramazzo = εἶδος στρώματος.
Σημασιολογία
Δι᾿ αὐτῆς σχηματίζονται οὐσιαστικὰ ἐξ οὐσιαστικῶν ἔχοντα συνήθως ἔννοιαν μεγεθυντικὴν ἢ σκωπτικήν, οἷον: ἅπλωμα - ἁπλωμάτσα, ἀρμάρι - ἀρμαράτσα, κυρὰ - κυράτσα, στρῶμα - στρωμάτσα καὶ στρωμάτσο, ἄνθρωπος - ἀνθρωπάτσος, ἄντρας - ἀντράτσος κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA