ἀτσαλάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτσαλάρω Κρήτ. ἀτσαλέρνω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. azzalar.

Σημασιολογία

Στομώνω διὰ χάλυβος σιδηροῦν τι ὄργανον, οἷον σκαπάνην, πέλεκυν κττ.: Ἀτσαλάρω τὸ ὑνί. Δὲν εἶναι ἀτσαλαρισμένη ἡ σκαλίδα καὶ γιˬὰ ᾿κε͜ιονὰ δὲ σκάφτει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/