ἀτσάλεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσάλεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτσάλεμα τό, ἀμάρτ. ἀτσάλ-λεμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀτσαλεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Πᾶν ἀπόρριμμα, ἀκαθαρσία. 2) Ἡ ἔμμηνος κάθαρσις τῶν γυναικῶν. Συνών. ἀτσαλιˬὰ 9, ἔμμηνα, περίοδος, ροῦχα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA