ἀτσαλόπετρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαλόπετρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτσαλόπετρα ἡ, Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Αρκαδ. Λακων.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀτσάλι καὶ πέτρα.
Σημασιολογία
Πέτρα κατάλληλος διὰ τὸ ἀτσάλι τοῦ πυροβόλου ὅπλου, ὁ πυρίτης λίθος, ποικιλία τοῦ χαλαζίου: «Τὸ στρατόπεδον πάσχει τὰ μέγιστα τροφῶν, πολεμεφοδίων καθὼς καὶ ἀπὸ ἀτσαλόπετρες καὶ χαρτὶ διὰ φισέκια» Ἀρχ. Ρώμα 2, 269. « Ἀπὸ μπαρουτόβολον καθὼς καὶ ἀπὸ ἀτσαλόπετρα ΑἈναργ. Σπετσιωτ 178. || Παροιμ. Τὸν ἔδειρε μὲ τὴν ἀτσαλόπετρα (ἐπὶ τῶν τοκογλύφων) Πελοπν. (Λακων.) || ᾎσμ. Μὰ τρεῖς βολὲς τὸ τραύιξα, μὰ καὶ τοὶς τρεῖς δὲν πιˬάνει, ἔπεσε ἡ ἀτσαλόπετρα μὲ τὸ καλαμπαλίκι (καλαμπαλίκι = ἴσως ἐξάρτημά τι τοῦ πυροβόλου ὅπλου) Λακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄτσαχας 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA