ἀτσαλόστομος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλόστομος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσαλόστομος ἐπίθ. Βιθυν. Ζάκ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κάλυμν. Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.) Σκῦρ. ἀτσαλλόστομος Μεγιστ Σύμ. ‘τσαλ-λόστομος Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτσαλος καὶ τοῦ οὐσ. στόμα.

Σημασιολογία

Ἀτσαλιˬάρις, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/