ἀτσάρκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσάρκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσάρκωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀτσάρκουτους Λῆμν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσαρκωτὸς < τσαρκώνω.
Σημασιολογία
Ἰδίᾳ ἐπὶ ἀμνῶν καὶ ἐριφίων, ὁ μήπω περικλεισθεὶς εἰς τὸν τσάρκον, ὁ ͵θηλάζων ἔτι, ὁ παρακολουθῶν τὴν μητέρα εἰς τὴν βοσκήν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA