ἀτσελίκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσελίκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσελίκωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀτσιλίκωτος ἐνιαχ. ἀτσιλίκουτους Μακεδ. Στερελλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἆ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσελικωτὸς < τσελικώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ διὰ χάλυβος στομωμένος ἔνθ’ ἀν.: Ἀτσελίκωτο άξινάρι - ὑνὶ κττ. Συνών. ἀστόμωτος 1, ἀτσάλωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/