ἀτσετάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσετάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτσετάρω Κρήτ. ἀτσετέρνω Κρήτ. (Μύρθ.) ’τσιτέρου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἠτσετάρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ‘τσεταρίζω Πελοπν. (Μάν.) Μέσ. ἀτσετάρομαι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ acetar. Ἡ λ. καὶ ἐν ΣτάΘ. πρᾶξ. Γ στ. 493 (ἔκδ. ΚΣάΘα) «’πειδὴ καὶ σκούζα κάνεις μου, τὴ σκούζα ἀτσετάρω | καὶ φίλο ἀπῶδα καὶ ὀμπρὸς καλὸ θὰσὲ στιμάρω».

Σημασιολογία

Καταδέχομαι ἔνθ’ ἀν.: Δὲ μᾶς ἀτσετάρεις Κρἠτ. Ὡς μᾶς εὑρήκετε, μᾶς ἀτσετάρετε Μύρθ. Ἀφοῦ μᾶς ἀτσετάρουν ἕνα, τοὺς ἀτσετάρομε δέκα Κρήτ. Κἀνεὶς δὲ μὲ ’τσετάριζε Μάν. Ἄν ἠτσετάρῃς, κάτσε καὶ τοῦ λόου σου νὰ φάς Ἀπύρανθ. ᾌσμ. Μπέbω σου χαιρετίσματα μὲ τὸν ἀξἀδερφό μου καὶ σὺ ἀτσέταρέ τονε σὰν νά ’μαι κιˬ ἀπατός μου Κρήτ. Ἄν θέλῃς κιˬ ἀτσετάρεσαι, κουbάρισσα σὲ βάνω Αὐτόθ. Ἄν ἠτσετάρῃς, πᾶρε με καὶ μένα σύdροφό σου ποῦ θὰ πααίνωμε μαζὶ ‘ς τῶν ἀγαπητικιˬῶ σου Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/