ἄτσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄτσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄτσι τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Ἐν τῇ παιδικῇ γλώσσῃ 1) Τὸ καινουργὲς ἔνδυμα Σίφν. 2) Τὸ φῶς Ναξ (Ἀπύρανθ.): Σῶπα, μωρό μου, σῶπα, γιˬὰ ᾿ὲ τ᾿ ἄτσι ! (᾽ὲ=ἰδέ). 3) Τ᾿ ἄτσιˬ δοδάκι = ἡ θεία κοινωνία Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Θὰ πάμε ’ς τὴν ἐγλησὰ νὰ πάρῃ τὸ παιδί μου τ᾿ ἄτσι δοδάκι! Συνών. χρυσὸ δοντάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA