ἀτσιγάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσιγάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσιγάριστος ἐπίθ. κοιν. ἀτσιγάριστους βόρ. ἰδιώμ. ἀτσιάριστος Νάξ. (Γαλανᾶδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. τσιγαριστὸς < τσιγαρίζω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἐδεσμάτων, ὁ μὴ ἐν ζέοντι ἐλαίῳ ἢ βουτύρῳ περικαεὶς κοιν.: Ἀτσιγάριστο κρέας - κρεμμύδιˬα - χόρτα κττ. Ἀντίθ. Τσιγαριστός. 2) Ὁ μὴ διὰ ζέοντος ἐλαίου, Βουτύρου κττ. ἀρτυθεὶς Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.: Μακαρόνιˬα ἀτσιγάριστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA