ἀτσίγαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσίγαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσίγαρος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. τσιγάρο.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων τσιγάρο, ὁ μὴ καπνίζων ἰδίᾳ δι᾿ ἔλλειψιν χρημάτων πολλαχ. 2) Ὁ στερούμενος παντελῶς χρημάτων Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA