ἀτσιγγανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσιγγανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτσιγγανιˬάζω ἀμάρτ. ἀτσιgανιˬάζω Κρήτ. (Κατσιδ.) ἀτζιgανιˬάζω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος.

Σημασιολογία

Κάμνω τι ρυπαρόν, ἀκάθαρτον, ρυπαίνω: Βρομιˬάρις εἶναι καὶ μᾶς ἐτσιγγάνιˬασε. Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μές. καθίσταμαι ρυπαρός, πληροῦμαι ἀκαθαρσίας: Δὲν ἔχομε νερὸ νὰ πλυθοῦμε κ᾽ ἐτζιgανιˬάσαμε. Ἀτζιgανιˬαστήκαμε καὶ θὰ πλύνωμε σήμερο. Ἄμε νὰ πλυθῇς νὰ μὴ σὲ θωρῶ ἀτσιgανιˬασμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/