ἀτσιγγάνικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσιγγάνικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσιγγάνικος ἐπίθ. σύνηθ. τσιγγάνικος σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος καὶ τῆς καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Ἀτσιγγάνους: Ἀτσιγγάνικος χορός. Τσιγγάνικη μουσική. Ἀτσιγγάνικα βιˬολιˬά. Τσιγγάνικα μάτιˬα (μαῦρα καὶ ἀμυγδαλωτά). Τσιγγάνικη βρομιˬά. Τσιγγάνικα φορέματα. 2) Ἀκάθαρτος: Τσιγγάνικο σπίτι, ὅπου κιˬ ἂν ἀκκουμπήσῃς λερώνεσαι Ἀθῆν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτσαλιˬάρικος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/