ἀτσίγγανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσίγγανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀτσίγγανο τό, ἀμάρτ. ’τσίγγανο Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀτσίγγανος κατ᾽ ἀναλογ. πρὸς τὸ ξύλο κττ.

Σημασιολογία

1) Λεπτὸς κλάδος Πελοπν. (Σουδεν). 2) Ὁ μίσχος τῆς σταφίδος μετὰ τὴν ἀποξήρανσιν Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Σουδεν.) 3) Τὸ βελονοειδὲς φύλλον τῆς πεύκης Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.): Σὰν ’τσίγγγανα εἶναι τὰ πόδιˬα του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/